- κάτιν
- κάτειμιiboimperf ind act 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατίν — (Katyn). Χωριό της Ρωσίας, Δ του Σμολένσκ. Έγινε διεθνώς γνωστό από το γειτονικό δάσος, όπου, κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Γερμανοί ανακοίνωσαν ότι ανακάλυψαν οκτώ ομαδικούς τάφους με τα πτώματα 4.500 Πολωνών αξιωματικών, επιρρίπτοντας την… … Dictionary of Greek
πρημαδίη — ἡ, Α ονομασία ποικιλίας ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. αποτελεί παρ. ενός αμάρτυρου *πρημάς, άδος (με επίθημα άς που απαντά και σε άλλες συγγενείς νοηματικώς λ., πρβλ. ἐριν άς, ἰσχ άς, κατιν άς). Η σύνδεση τής λ. με τον τ. πρημνάς*… … Dictionary of Greek